εξερώ — (I) –άω / ἐξερῶ (AM) 1. ξερνώ 2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω αρχ. 1. αδειάζω 2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω 3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες 4. ρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ όπως και τα απερώ, διερώ έχει πιθ. ως β συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ… … Dictionary of Greek
'ξερῶ — ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres imperat mp 2nd sg ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑξερῶ — ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres imperat mp 2nd sg ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tmesis — Unter Tmesis (gr. τμῆσις Abtrennung) versteht man die „Aufspaltung eines Wortes“.[1] Dies geschieht dadurch, dass zwischen die Bestandteile eines Wortes ein anderes Wort oder eine Wortgruppe eingeschoben wird. Der Begriff Tmesis wird dabei… … Deutsch Wikipedia
διερώ — διερῶ (Α) στραγγίζω, φιλτράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ ( άω) «χύνω έξω, ξεχύνω» (πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
εξέραση — ἐξέρασις, η (AM) [εξερώ (I)] μσν. εμετός αρχ. χρωστικό εκχύλισμα … Dictionary of Greek
εξέρασμα — ἐξέρασμα και ἐξέραμα, το (AM) [εξερώ (I)] το ξέρασμα, ό,τι έχει αποβληθεί με εμετό … Dictionary of Greek
εξεραστής — ἐξεραστής, ο (Μ) [εξερώ (I)] αυτός που κάνει εμετό … Dictionary of Greek
ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek